- ποδηλατιστής
- ο, Ν1. ο ποδηλάτης2. ο αθλητής που επιδίδεται στην ποδηλασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο + -ιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδηλάτης — ποδηλάτης, ο και ποδηλατιστής, ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί το ποδήλατο και κινείται με αυτό. 2. αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνες ποδηλασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποδηλατοδρόμος — ο 1. ποδηλάτης, ποδηλατιστής. 2. αυτός που αγωνίζεται σε δρόμο με ποδήλατο: Οι ποδηλατοδρόμοι συνοδεύονται και από αυτοκίνητα που τους παρακολουθούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)